- ταχύποδας
- ταχύπουςswift-footedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χηλαργός — όν, και χήλαργος, ον, και δωρ. τ. χαλαργός όν και χάλαργος, ον, Α 1. (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, γοργοπόδαρος («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις οὕτως», Σοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλαργούς τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, οἷον … Dictionary of Greek